- ἄτρυγος
- ἄτρῠγος, ον, ([etym.] τρύξ)A without lees, clarified, pure, οἶνος, opp. τρυγίας, Orac. ap. Arist.Fr.597;
ἔλαιον LXX Ex.27.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλαιον LXX Ex.27.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άτρυγος — ἄτρυγος, ον (Α) ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυξ ( γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»] … Dictionary of Greek
ἄτρυγον — ἄτρυγος without lees masc/fem acc sg ἄτρυγος without lees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρύγητος — και άτρυγος, η, ο (AM ἀτρύγητος, ον) (για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε νεοελλ. 1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός 2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά») … Dictionary of Greek
ՊԱՐԶ — (ի, ից.) NBH 2 0633 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. ἀπλόος, ἀπλοῦς simplex. Ոչ բաղադրեալ. անյոդ, անբարդ. Էալընգաթ. *Զշարադրեալսն ժողովումն իմն պարզիցն գործէ. Կիւրղ. գանձ.: *Արտասանութեանց ոմանք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)